αρσενικός


αρσενικός

(επίθετο – mbiemër)

mashkull

ενικός
ονομαστική αρσενικός αρσενική αρσενικό
γενική αρσενικού αρσενικής αρσενικού
αιτιατική αρσενικό αρσενική αρσενικό
κλητική αρσενικέ αρσενική αρσενικό
πληθυντικός
ονομαστική αρσενικοί αρσενικές αρσενικά
γενική αρσενικών αρσενικών αρσενικών
αιτιατική αρσενικούς αρσενικές αρσενικά
κλητική αρσενικοί αρσενικές αρσενικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *