αρτοποιείο


αρτοποιείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

furrë buke

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αρτοποιείο τα αρτοποιεία
γενική του αρτοποιείου των αρτοποιείων
αιτιατική το αρτοποιείο τα αρτοποιεία
κλητική αρτοποιείο αρτοποιεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *