αρχάριος


αρχάριος

(επίθετο – mbiemër)

fillestar

ενικός
ονομαστική αρχάριος αρχάρια αρχάριο
γενική αρχάριου αρχάριας αρχάριου
αιτιατική αρχάριο αρχάρια αρχάριο
κλητική αρχάριε αρχάρια αρχάριο
πληθυντικός
ονομαστική αρχάριοι αρχάριες αρχάρια
γενική αρχάριων αρχάριων αρχάριων
αιτιατική αρχάριους αρχάριες αρχάρια
κλητική αρχάριοι αρχάριες αρχάρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *