αρχείο


αρχείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

skedar
arkiv

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αρχείο τα αρχεία
γενική του αρχείου των αρχείων
αιτιατική το αρχείο τα αρχεία
κλητική αρχείο αρχεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *