Ασιάτης


Ασιάτης


(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

aziatik

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Ασιάτης οι Ασιάτηδες
γενική του Ασιάτη των Ασιάτηδων
αιτιατική τον Ασιάτη τους Ασιάτηδες
κλητική Ασιάτη Ασιάτηδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *