ασταθής


ασταθής

(επίθετο – mbiemër)

i paqëndrueshëm

ενικός
ονομαστική ασταθής ασταθής ασταθές
γενική ασταθούς ασταθούς ασταθούς
αιτιατική ασταθή ασταθή ασταθές
κλητική ασταθή(ς) ασταθής ασταθές
πληθυντικός
ονομαστική ασταθείς ασταθείς ασταθή
γενική ασταθών ασταθών ασταθών
αιτιατική ασταθείς ασταθείς ασταθή
κλητική ασταθείς ασταθείς ασταθή
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *