( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
observator
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αστεροσκοπείο | τα αστεροσκοπεία |
γενική | του αστεροσκοπείου | των αστεροσκοπείων |
αιτιατική | το αστεροσκοπείο | τα αστεροσκοπεία |
κλητική | αστεροσκοπείο | αστεροσκοπεία |
[cite]