αστρολογία


αστρολογία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

astrologji

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αστρολογία οι αστρολογίες
γενική της αστρολογίας των αστρολογιών
αιτιατική την αστρολογία τις αστρολογίες
κλητική αστρολογία αστρολογίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *