αστροναύτης


αστροναύτης

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

astronaut

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αστροναύτης οι αστροναύτες
γενική του αστροναύτη των αστροναυτών
αιτιατική τον αστροναύτη τους αστροναύτες
κλητική αστροναύτη αστροναύτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *