ασφάλεια Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ασφάλεια https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ασφάλεια.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) siguri ενικός πληθυντικός ονομαστική η ασφάλεια οι ασφάλειες γενική της ασφάλειας των ασφαλειών αιτιατική την ασφάλεια τις ασφάλειες κλητική ασφάλεια ασφάλειες [cite]