ασφάλεια


ασφάλεια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

siguri

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ασφάλεια οι ασφάλειες
γενική της ασφάλειας των ασφαλειών
αιτιατική την ασφάλεια τις ασφάλειες
κλητική ασφάλεια ασφάλειες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *