ασύρματος


ασύρματος

(επίθετο – mbiemër)

radio komunikimi

ενικός
ονομαστική ασύρματος ασύρματη ασύρματο
γενική ασύρματου ασύρματης ασύρματου
αιτιατική ασύρματο ασύρματη ασύρματο
κλητική ασύρματε ασύρματη ασύρματο
πληθυντικός
ονομαστική ασύρματοι ασύρματες ασύρματα
γενική ασύρματων ασύρματων ασύρματων
αιτιατική ασύρματους ασύρματες ασύρματα
κλητική ασύρματοι ασύρματες ασύρματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *