ατσάλι


ατσάλι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

çelik

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ατσάλι τα ατσάλια
γενική του ατσαλιού των ατσαλιών
αιτιατική το ατσάλι τα ατσάλια
κλητική ατσάλι ατσάλια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *