ατύχημα


ατύχημα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

aksident

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ατύχημα τα ατυχήματα
γενική του ατυχήματος των ατυχημάτων
αιτιατική το ατύχημα τα ατυχήματα
κλητική ατύχημα ατυχήματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *