αυταρχικός


αυταρχικός

(επίθετο – mbiemër)

urdhëronjës
despotik

ενικός
ονομαστική αυταρχικός αυταρχική αυταρχικό
γενική αυταρχικού αυταρχικής αυταρχικού
αιτιατική αυταρχικό αυταρχική αυταρχικό
κλητική αυταρχικέ αυταρχική αυταρχικό
πληθυντικός
ονομαστική αυταρχικοί αυταρχικές αυταρχικά
γενική αυταρχικών αυταρχικών αυταρχικών
αιτιατική αυταρχικούς αυταρχικές αυταρχικά
κλητική αυταρχικοί αυταρχικές αυταρχικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *