αυτοέλεγχος


αυτοέλεγχος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

vetëkontroll

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αυτοέλεγχος οι αυτοέλεγχοι
γενική του αυτοελέγχου των αυτοελέγχων
αιτιατική τον αυτοέλεγχο τους αυτοελέγχους
κλητική αυτοέλεγχε αυτοέλεγχοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *