αυτοκινητιστής


αυτοκινητιστής

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

automobilist

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αυτοκινητιστής οι αυτοκινητιστές
γενική του αυτοκινητιστή των αυτοκινητιστών
αιτιατική τον αυτοκινητιστή τους αυτοκινητιστές
κλητική αυτοκινητιστή αυτοκινητιστές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *