αυτοκτονία


αυτοκτονία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vetëvrasje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αυτοκτονία οι αυτοκτονίες
γενική της αυτοκτονίας των αυτοκτονιών
αιτιατική την αυτοκτονία τις αυτοκτονίες
κλητική αυτοκτονία αυτοκτονίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *