αφαίρεση


αφαίρεση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

zbritje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αφαίρεση οι αφαιρέσεις
γενική της αφαίρεσης / αφαιρέσεως των αφαιρέσεων
αιτιατική την αφαίρεση τις αφαιρέσεις
κλητική αφαίρεση αφαιρέσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *