( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
vesh
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το αυτί / αφτί | τα αυτιά / αφτιά |
γενική | του αυτιού / αφτιού | των αυτιών / αφτιών |
αιτιατική | το αυτί / αφτί | τα αυτιά / αφτιά |
κλητική | αυτί / αφτί | αυτιά / αφτιά |
[cite]