αϋπνία


αϋπνία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pagjumësi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αϋπνία οι αϋπνίες
γενική της αϋπνίας των αϋπνιών
αιτιατική την αϋπνία τις αϋπνίες
κλητική αϋπνία αϋπνίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *