βάναυσος


βάναυσος

(επίθετο – mbiemër)

hor

ενικός
ονομαστική βάναυσος βάναυση βάναυσο
γενική βάναυσου βάναυσης βάναυσου
αιτιατική βάναυσο βάναυση βάναυσο
κλητική βάναυσε βάναυση βάναυσο
πληθυντικός
ονομαστική βάναυσοι βάναυσες βάναυσα
γενική βάναυσων βάναυσων βάναυσων
αιτιατική βάναυσους βάναυσες βάναυσα
κλητική βάναυσοι βάναυσες βάναυσα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *