βάση


βάση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bazë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βάση οι βάσεις
γενική της βάσης / βάσεως των βάσεων
αιτιατική τη βάση τις βάσεις
κλητική βάση βάσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *