βάση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βάση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βάση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) bazë ενικός πληθυντικός ονομαστική η βάση οι βάσεις γενική της βάσης / βάσεως των βάσεων αιτιατική τη βάση τις βάσεις κλητική βάση βάσεις [cite]