(επίθετο – mbiemër)
i sigurt
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βέβαιος | βέβαιη | βέβαιο |
γενική | βέβαιου | βέβαιης | βέβαιου |
αιτιατική | βέβαιο | βέβαιη | βέβαιο |
κλητική | βέβαιε | βέβαιη | βέβαιο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βέβαιοι | βέβαιες | βέβαια |
γενική | βέβαιων | βέβαιων | βέβαιων |
αιτιατική | βέβαιους | βέβαιες | βέβαια |
κλητική | βέβαιοι | βέβαιες | βέβαια |
[cite]