βαλίτσα


βαλίτσα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

valixhe

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βαλίτσα οι βαλίτσες
γενική της βαλίτσας των βαλιτσών
αιτιατική τη βαλίτσα τις βαλίτσες
κλητική βαλίτσα βαλίτσες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *