Βαπτιστής


Βαπτιστής

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pagëzor
baptist

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βαπτιστής / βαφτιστής οι βαπτιστές / βαφτιστές
γενική του βαπτιστή / βαφτιστή των βαπτιστών / βαφτιστών
αιτιατική το βαπτιστή / βαφτιστή τους βαπτιστές / βαφτιστές
κλητική βαπτιστή / βαφτιστή βαπτιστές / βαφτιστές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *