βασικός


βασικός

(επίθετο – mbiemër)

themelor
bazik

ενικός
ονομαστική βασικός βασική βασικό
γενική βασικού βασικής βασικού
αιτιατική βασικό βασική βασικό
κλητική βασικέ βασική βασικό
πληθυντικός
ονομαστική βασικοί βασικές βασικά
γενική βασικών βασικών βασικών
αιτιατική βασικούς βασικές βασικά
κλητική βασικοί βασικές βασικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *