(μετοχή-pjesore)
i bazuar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βασισμένος | βασισμένη | βασισμένο |
γενική | βασισμένου | βασισμένης | βασισμένου |
αιτιατική | βασισμένο | βασισμένη | βασισμένο |
κλητική | βασισμένε | βασισμένη | βασισμένο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βασισμένοι | βασισμένες | βασισμένα |
γενική | βασισμένων | βασισμένων | βασισμένων |
αιτιατική | βασισμένους | βασισμένες | βασισμένα |
κλητική | βασισμένοι | βασισμένες | βασισμένα |
[cite]