Βατικανό Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Βατικανό https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Βατικανό.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) Vatikan ενικός πληθυντικός ονομαστική το Βατικανό – γενική του Βατικανού – αιτιατική το Βατικανό – κλητική Βατικανό – [cite]