( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
lopatë këmbësh
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | το βατραχοπέδιλο | τα βατραχοπέδιλα |
γενική | του βατραχοπέδιλου | των βατραχοπέδιλων |
αιτιατική | το βατραχοπέδιλο | τα βατραχοπέδιλα |
κλητική | βατραχοπέδιλο | βατραχοπέδιλα |
[cite]