βατόμουρο


βατόμουρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

manaferrë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βατόμουρο τα βατόμουρα
γενική του βατόμουρου των βατόμουρων
αιτιατική το βατόμουρο τα βατόμουρα
κλητική βατόμουρο βατόμουρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *