βαφή


βαφή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

lyerje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βαφή οι βαφές
γενική της βαφής των βαφών
αιτιατική τη βαφή τις βαφές
κλητική βαφή βαφές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *