βελούδο


βελούδο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kadife

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βελούδο τα βελούδα
γενική του βελούδου των βελούδων
αιτιατική το βελούδο τα βελούδα
κλητική βελούδο βελούδα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *