βελτίωση


βελτίωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

përmirësim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βελτίωση οι βελτιώσεις
γενική της βελτίωσης / βελτιώσεως των βελτιώσεων
αιτιατική τη βελτίωση τις βελτιώσεις
κλητική βελτίωση βελτιώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *