βελτίωση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βελτίωση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βελτίωση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) përmirësim ενικός πληθυντικός ονομαστική η βελτίωση οι βελτιώσεις γενική της βελτίωσης / βελτιώσεως των βελτιώσεων αιτιατική τη βελτίωση τις βελτιώσεις κλητική βελτίωση βελτιώσεις [cite]