Βενεζουέλα


Βενεζουέλα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

Venezuelë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η Βενεζουέλα
γενική της Βενεζουέλας
αιτιατική τη Βενεζουέλας
κλητική Βενεζουέλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *