Βενεζουέλα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Βενεζουέλα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Βενεζουέλα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) Venezuelë ενικός πληθυντικός ονομαστική η Βενεζουέλα – γενική της Βενεζουέλας – αιτιατική τη Βενεζουέλας – κλητική Βενεζουέλα – [cite]