( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
motoskaf
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η βενζινάκατος | οι βενζινάκατοι |
γενική | της βενζινακάτου | των βενζινακάτων |
αιτιατική | τη βενζινάκατο | τις βενζινακάτους |
κλητική | βενζινάκατε | βενζινάκατοι |
[cite]