βερνίκι Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βερνίκι https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βερνίκι.mp3 ( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) llak ενικός πληθυντικός ονομαστική το βερνίκι τα βερνίκια γενική του βερνικιού των βερνικιών αιτιατική το βερνίκι τα βερνίκια κλητική βερνίκι βερνίκια [cite]