βερνίκι


βερνίκι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

llak

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βερνίκι τα βερνίκια
γενική του βερνικιού των βερνικιών
αιτιατική το βερνίκι τα βερνίκια
κλητική βερνίκι βερνίκια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *