βετεράνος


βετεράνος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

veteran

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βετεράνος οι βετεράνοι
γενική του βετεράνου των βετεράνων
αιτιατική το βετεράνο τους βετεράνους
κλητική βετεράνε βετεράνοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *