βιβλιοθήκη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βιβλιοθήκη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βιβλιοθήκη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) bibliotekë ενικός πληθυντικός ονομαστική η βιβλιοθήκη οι βιβλιοθήκες γενική της βιβλιοθήκης των βιβλιοθηκών αιτιατική τη βιβλιοθήκη τους βιβλιοθήκες κλητική βιβλιοθήκη βιβλιοθήκες [cite]