βιντεοκάμερα


βιντεοκάμερα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

videokamer

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βιντεοκάμερα οι βιντεοκάμερες
γενική της βιντεοκάμερας των βιντεοκαμερών
αιτιατική τη βιντεοκάμερα τις βιντεοκάμερες
κλητική βιντεοκάμερα βιντεοκάμερες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *