βιογραφία


βιογραφία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

biografi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βιογραφία οι βιογραφίες
γενική της βιογραφίας των βιογραφιών
αιτιατική τη βιογραφία τις βιογραφίες
κλητική βιογραφία βιογραφίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *