βιολογία


βιολογία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

biologji

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βιολογία οι βιολογίες
γενική της βιολογίας των βιολογιών
αιτιατική τη βιολογία τις βιολογίες
κλητική βιολογία βιολογίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *