βιοχημεία


βιοχημεία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

biokimi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βιοχημεία οι βιοχημείες
γενική της βιοχημείας των βιοχημειών
αιτιατική τη βιοχημεία τις βιοχημείες
κλητική βιοχημεία βιοχημείες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *