(επίθετο – mbiemër)
birmanez
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βιρμανικός | βιρμανική | βιρμανικό |
γενική | βιρμανικού | βιρμανικής | βιρμανικού |
αιτιατική | βιρμανικό | βιρμανική | βιρμανικό |
κλητική | βιρμανικέ | βιρμανική | βιρμανικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βιρμανικοί | βιρμανικές | βιρμανικά |
γενική | βιρμανικών | βιρμανικών | βιρμανικών |
αιτιατική | βιρμανικούς | βιρμανικές | βιρμανικά |
κλητική | βιρμανικοί | βιρμανικές | βιρμανικά |
[cite]