βιόλα


βιόλα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

violë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βιόλα οι βιόλες
γενική της βιόλας των βιολών
αιτιατική τη βιόλα τις βιόλες
κλητική βιόλα βιόλες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *