βιόλα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βιόλα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βιόλα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) violë ενικός πληθυντικός ονομαστική η βιόλα οι βιόλες γενική της βιόλας των βιολών αιτιατική τη βιόλα τις βιόλες κλητική βιόλα βιόλες [cite]