βλέφαρο


βλέφαρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

qepallë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βλέφαρο τα βλέφαρα
γενική του βλεφάρου των βλεφάρων
αιτιατική το βλέφαρο τα βλέφαρα
κλητική βλέφαρο βλέφαρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *