βολιβιανός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βολιβιανός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βολιβιανός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) bolivian ενικός πληθυντικός ονομαστική ο Βολιβιανός οι Βολιβιανοί γενική του Βολιβιανού των Βολιβιανών αιτιατική το Βολιβιανό τους Βολιβιανούς κλητική Βολιβιανέ Βολιβιανοί [cite]