βολιβιανός


βολιβιανός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

bolivian

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Βολιβιανός οι Βολιβιανοί
γενική του Βολιβιανού των Βολιβιανών
αιτιατική το Βολιβιανό τους Βολιβιανούς
κλητική Βολιβιανέ Βολιβιανοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *