βουβός


βουβός

(επίθετο – mbiemër)

memec

ενικός
ονομαστική βουβός βουβή βουβό
γενική βουβού βουβής βουβού
αιτιατική βουβό βουβή βουβό
κλητική βουβέ βουβή βουβό
πληθυντικός
ονομαστική βουβοί βουβές βουβά
γενική βουβών βουβών βουβών
αιτιατική βουβούς βουβές βουβά
κλητική βουβοί βουβές βουβά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *