βούβαλος


βούβαλος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

buall

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βούβαλος οι βούβαλοι
γενική του βουβάλου / βούβαλου των βουβάλων / βούβαλων
αιτιατική το βούβαλο τους βουβάλους / βούβαλους
κλητική βούβαλε βούβαλοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *