βρισιά


βρισιά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fyerje
sharje
ofendim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βρισιά οι βρισιές
γενική της βρισιάς των βρισιών
αιτιατική τη βρισιά τις βρισιές
κλητική βρισιά βρισιές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *